αυτάρεσκος

αυτάρεσκος
-η, -ο (AM αὐτάρεσκος, -ον) [αρέσκω]
ο ικανοποιημένος με τον εαυτό του, αυτός που αυτοθαυμάζεται
μσν.
εγωιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αὐτάρεσκος — self satisfied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτάρεσκος — η, ο αυτός που ικανοποιείται με τον εαυτό του· ουσ. αυταρέσκεια, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτάρεσκον — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem acc sg αὐτάρεσκος self satisfied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρέσκου — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐταρέσκων — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάρεσκοι — αὐτάρεσκος self satisfied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

  • αυταρέσκεια — η (AM αὐταρέσκεια) [αυτάρεσκος] η ιδιότητα του αυτάρεσκου …   Dictionary of Greek

  • γυναικάρεσκος — ο αβρός προς τις γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + άρεσκος < αρέσκω (πρβλ. ανθρωπάρεσκος, αυτάρεσκος). Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μικροαστός — ο, θηλ. μικροαστή 1. άτομο που εντάσσεται στη μικροαστική τάξη 2. μτφ. άτομο που χαρακτηρίζεται από πολιτική και ιδεολογική αστάθεια 3. άτομο με καιροσκοπική ή ατομικιστική κοινωνική συμπεριφορά 4. άνθρωπος αυτάρεσκος, με στενές αντιλήψεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”